- εμπειρογνώμονας
- [-ων (-όνος)] ο , η знаток, эксперт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπειρογνώμονας — ο και εμπειρογνώμων, ο, η πραγματογνώμων, ειδικός, που λόγω τών προσόντων του θεωρείται αρμόδιος να εκφέρει γνώμη για ειδικό ζήτημα … Dictionary of Greek
εμπειρογνώμονας — ο αυτός που λόγω της ειδικής πείρας και των γνώσεών του θεωρείται ότι έχει έγκυρη γνώμη σε ζήτημα της ειδικότητάς του, ο πραγματογνώμονας, ο ειδικός, ο εξπέρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπειρος — η, ο (AM ἔμπειρος, ον) αυτός που έχει αποκτήσει πείρα σε τέχνη, επιστήμη κ.λπ. («έμπειρος γιατρός», «θαλάσσης ἐμπειρότατοί εἰσι», Θουκ.) αρχ. μσν. (το ουσ. ως ουδ.) τὸ ἔμπειρον η εμπειρία, η πείρα που έχει αποκτηθεί αρχ. 1. ο ειδικός, ο… … Dictionary of Greek
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek
οπλογνώμονας — ο στρ. στρατιωτικός εμπειρογνώμονας για τα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < όπλο + γνώμονας (< γιγνώσκω), πρβλ. πραγματο γνώμονας] … Dictionary of Greek
Αγαλλόπουλος, Χρίστος — (Πλάτανος Ναυπάκτου 1897 Αθήνα 1959).Νομικός και κοινωνιολόγος. Από τους θεμελιωτές των κοινωνικών ασφαλίσεων στην Ελλάδα, συνέταξε τον σχετικό νόμο, διηύθυνε το ΙΚΑ από την ίδρυσή του έως το 1954 και χρημάτισε εμπειρογνώμονας του Διεθνούς… … Dictionary of Greek
Βεργόπουλος, Κωνσταντίνος — (1942 –). Οικονομολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε νομικά, πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στα πανεπιστήμια Αθηνών και Σορβόνης (Παρίσι). Στο γαλλικό πανεπιστήμιο αναγορεύτηκε διδάκτορας των οικονομικών επιστημών. Έγινε καθηγητής της… … Dictionary of Greek
Λάζαρης, Απόστολος — (Λαζαράτα Λευκάδας 1921 –). Οικονομολόγος, πανεπιστημιακός και πολιτικός. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στην Ανωτάτη Σχολή Εμπορικών και Οικονομικών Επιστημών, διευρύνοντας στη συνέχεια τις σπουδές του στο γνωστικό αντικείμενο της οικονομίας στα … Dictionary of Greek
εξπέρ — ο άκλ. (λ. γαλλ.), εμπειρογνώμονας, ειδικός σε κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)